σφύριγμα
[ˈsfiriɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Pfeifenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσφύριγμαPfiffαρσενικό | Maskulinum, männlich mσφύριγμασφύριγμα
exemples
- σφύριγμα λήξης ημιχρόνουHalbzeitpfiffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σφύριγμα λήξηςAbpfiffαρσενικό | Maskulinum, männlich mSchlusspfiffαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σφυρίγματαπληθυντικός | Plural plGepfeifeουδέτερο | Neutrum, sächlich n