συστατικός
[sistatiˈkos], συστατική, συστατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- συστατική επιστολήθηλυκό | Femininum, weiblich f εργοδότηArbeitszeugnisουδέτερο | Neutrum, sächlich n