συρματόπλεγμα
[sirmaˈtopleɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Maschendrahtαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυρματόπλεγμασυρματόπλεγμα
- Stacheldrahtαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυρματόπλεγμα αγκαθωτόσυρματόπλεγμα αγκαθωτό