„συντομογραφία“: θηλυκό συντομογραφία [sindomoɣraˈfia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Abkürzung, abgekürztes Wort Abkürzungθηλυκό | Femininum, weiblich f συντομογραφία abgekürztes Wortουδέτερο | Neutrum, sächlich n συντομογραφία συντομογραφία