συντηρητικός
[sindiritiˈkos], συντηρητική, συντηρητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- konservativσυντηρητικόςσυντηρητικός
- biederσυντηρητικός μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτσυντηρητικός μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ