συνοριακός
[sinoriaˈkos], συνοριακή, συνοριακόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- συνοριακή γραμμήθηλυκό | Femininum, weiblich fGrenzlinieθηλυκό | Femininum, weiblich fGrenzverlaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- συνοριακή προστασίαθηλυκό | Femininum, weiblich fGrenzschutzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- συνοριακή φύλακαςθηλυκό | Femininum, weiblich fGrenzsoldatinθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples