συνορεύω
[sinoˈrevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ευσα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- (an)grenzen (με an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)συνορεύωσυνορεύω
- aneinandergrenzenσυνορεύω δύο κράτη, κτλσυνορεύω δύο κράτη, κτλ