„συνεπτυγμένος“ συνεπτυγμένος [sineptiɣˈmenos], συνεπτυγμένη, συνεπτυγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) bündig bündig συνεπτυγμένος συνεπτυγμένος