συναρμολόγηση
[sinarmoˈlojisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Zusammenbauαρσενικό | Maskulinum, männlich mσυναρμολόγησηMontageθηλυκό | Femininum, weiblich fσυναρμολόγησησυναρμολόγηση