„συμφορά“: θηλυκό συμφορά [simfoˈra]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Unheil, Unglück, Jammer Unheilουδέτερο | Neutrum, sächlich n συμφορά Unglückουδέτερο | Neutrum, sächlich n συμφορά Jammerαρσενικό | Maskulinum, männlich m συμφορά συμφορά