συγκροτώ
[siŋgroˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- einberufenσυγκροτώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατσυγκροτώ στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ