„συγκολλημένος“ συγκολλημένος [siŋgoliˈmenos], συγκολλημένη, συγκολλημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) gelötet gelötet συγκολλημένος συγκολλημένος