συγκεντρώνομαι
[siŋgjenˈdronome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sich ansammelnσυγκεντρώνομαι πράγματασυγκεντρώνομαι πράγματα
- sich versammeln, zusammenkommenσυγκεντρώνομαι άνθρωποισυγκεντρώνομαι άνθρωποι
- sich konzentrierenσυγκεντρώνομαι πνευματικάσυγκεντρώνομαι πνευματικά
- sich anstauenσυγκεντρώνομαι αίμα, νερόσυγκεντρώνομαι αίμα, νερό