„στωικός“: επίθετο, ως επίθετο στωικός [stoiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, στωική, στωικό Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) stoisch stoisch στωικός στωικός „στωικός“: αρσενικό και θηλυκό στωικός [stoiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Stoiker Stoikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f στωικός στωικός