„στρίφωμα“: ουδέτερο στρίφωμα [ˈstrifoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Saum Saumαρσενικό | Maskulinum, männlich m στρίφωμα στρίφωμα