στείψιμο
[ˈstipsimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Auswringenουδέτερο | Neutrum, sächlich nστείψιμοστείψιμο
- Auspressenουδέτερο | Neutrum, sächlich nστείψιμο φρούτουστείψιμο φρούτου