στείρος
[ˈstiros], στείρα, στείροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- unfruchtbar, sterilστείρος πρόσωπο, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφστείρος πρόσωπο, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ