„στατιστική“: θηλυκό στατιστική [statistiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Statistik Statistikθηλυκό | Femininum, weiblich f στατιστική στατιστική