„στέφανα“: πληθυντικός ουδετέρου στέφανα [ˈstefana]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Trauung Trauungθηλυκό | Femininum, weiblich f στέφανα στέφανα