„σπάγκος“: αρσενικό σπάγκος [ˈspaŋgos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Bindfaden, Schnur, Geizhals Bindfadenαρσενικό | Maskulinum, männlich m σπάγκος Schnurθηλυκό | Femininum, weiblich f σπάγκος σπάγκος Geizhalsαρσενικό | Maskulinum, männlich m σπάγκος τσιγγούνης μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ σπάγκος τσιγγούνης μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ