σμικρύνω
[zmiˈkrino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verkleinernσμικρύνω φωτογραφία | Fotografieφωτοσμικρύνω φωτογραφία | Fotografieφωτο