„σκεύος“: ουδέτερο σκεύος [ˈskjevos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Gerät (Küchen-)Gerätουδέτερο | Neutrum, sächlich n σκεύος σκεύος exemples μαγειρικά σκεύη (Koch-)Geschirrουδέτερο | Neutrum, sächlich n μαγειρικά σκεύη