σιχαίνομαι
[siˈçenome]αποθετικό ρήμα | Deponens depμεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άθηκα; -αμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- verabscheuenσιχαίνομαι μισώσιχαίνομαι μισώ
- sich ekeln (αιτιατική | Akkusativakk vor+δοτική | +Dativ +dat)σιχαίνομαι αηδιάζωσιχαίνομαι αηδιάζω