σιδερόπλεκτος
[siðeˈroplektos], σιδερόπλεκτη, σιδερόπλεκτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- σιδερόπλεκτος θώρακαςαρσενικό | Maskulinum, männlich m ιστορία | GeschichteιστKettenhemdουδέτερο | Neutrum, sächlich n