„σαράβαλο“: ουδέτερο σαράβαλο [saˈravalo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Bruchbude, Wrack, Kiste (Klapper-)Kisteθηλυκό | Femininum, weiblich f σαράβαλο για αυτοκίνητο σαράβαλο για αυτοκίνητο Bruchbudeθηλυκό | Femininum, weiblich f σαράβαλο για χαμόσπιτο σαράβαλο για χαμόσπιτο Wrackουδέτερο | Neutrum, sächlich n σαράβαλο για άνθρωπο σαράβαλο για άνθρωπο