ρυπογόνος
[ripoˈɣonos], ρυπογόνη, ρυπογόνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- umweltschädlich, umweltfeindlichρυπογόνοςρυπογόνος
exemples
- ρυπογόνος επιβάρυνσηθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ρυπογόνος ουσίαθηλυκό | Femininum, weiblich fSchadstoffαρσενικό | Maskulinum, männlich m