ρήξη
[ˈriksi]θηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Bruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mρήξη διάσπασηρήξη διάσπαση
- Rupturθηλυκό | Femininum, weiblich fρήξη ιατρική | Medizinιατρρήξη ιατρική | Medizinιατρ
exemples
- ρήξη άξοναAchs(en)bruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ρήξη μυϊκής ίναςMuskelfaserrissαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ρήξη συνδέσμουBänderrissαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples