„ράβδωση“: θηλυκό ράβδωση [ˈravðosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Streifen, Rille Streifenαρσενικό | Maskulinum, männlich m ράβδωση ρίγα ράβδωση ρίγα Rilleθηλυκό | Femininum, weiblich f ράβδωση σε επιφάνεια ράβδωση σε επιφάνεια