πυροβολώ
[pirovoˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- schießenπυροβολώπυροβολώ
- erschießenπυροβολώ θανάσιμαπυροβολώ θανάσιμα
- abdrückenπυροβολώ όπλοπυροβολώ όπλο
πυροβολώ
[pirovoˈlo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- πυροβολώ σε κάποιονauf jemanden schießen