πρώιμος
[ˈproimos], πρώιμη, πρώιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- πρώιμες πατάτεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplπληθυντικός | Plural plFrühkartoffelnπληθυντικός | Plural pl
- πρώιμη διάγνωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f ιατρική | MedizinιατρFrüherkennungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πρώιμη ιστορίαθηλυκό | Femininum, weiblich fFrühgeschichteθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples