„πρωτόπειρος“: αρσενικό πρωτόπειρος [proˈtopiros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Neuling Neulingαρσενικό | Maskulinum, männlich m πρωτόπειρος πρωτόπειρος