„πρωτόγονος“ πρωτόγονος [proˈtoɣonos], πρωτόγονη, πρωτόγονοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ur-, primitiv Ur-, primitiv πρωτόγονος πρωτόγονος exemples πρωτόγονη φυλήθηλυκό | Femininum, weiblich f Naturvolkουδέτερο | Neutrum, sächlich n πρωτόγονη φυλήθηλυκό | Femininum, weiblich f