προσωρινός
[prosoriˈnos], προσωρινή, προσωρινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- vorläufig, provisorischπροσωρινόςπροσωρινός
- einstweiligπροσωρινός νομικός όρος | Rechtswesenνομπροσωρινός νομικός όρος | Rechtswesenνομ
exemples
- προσωρινά μέτραπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npleinstweilige Verfügungθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- προσωρινή λύσηθηλυκό | Femininum, weiblich fProvisoriumουδέτερο | Neutrum, sächlich nZwischenlösungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples