προσοντούχος
[prosonˈduxos], προσοντούχα, προσοντούχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- προσοντούχος εργαζόμενοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mFachkraftθηλυκό | Femininum, weiblich f