„προσαρμόσιμος“ προσαρμόσιμος [prosarˈmosimos], προσαρμόσιμη, προσαρμόσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) regelbar regelbar προσαρμόσιμος προσαρμόσιμος