προκαλώ
[prokaˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <είς; -εσα; -λήθηκα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- herausfordernπροκαλώ σε αναμέτρησηπροκαλώ σε αναμέτρηση
- provozierenπροκαλώ ερεθίζωπροκαλώ ερεθίζω
- hervorrufen, erzeugenπροκαλώ προξενώπροκαλώ προξενώ
- erregenπροκαλώ κ. φθόνο, ενδιαφέρονπροκαλώ κ. φθόνο, ενδιαφέρον
- verursachen, bewirkenπροκαλώ έχω ως αποτέλεσμαπροκαλώ έχω ως αποτέλεσμα
- einflößenπροκαλώ φόβοπροκαλώ φόβο
- bereitenπροκαλώ βάσανα, χαράπροκαλώ βάσανα, χαρά