„προκάτοχος“: αρσενικό και θηλυκό προκάτοχος [proˈkatoxos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Vorgänger Vorgängerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f προκάτοχος προκάτοχος