προεπιλεγμένος
[proepileɣˈmenos], προεπιλεγμένη, προεπιλεγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- προεπιλεγμένη μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich f δίσκουStandardlaufwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- προεπιλεγμένη ρύθμισηθηλυκό | Femininum, weiblich f ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υStandardeinstellungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- προεπιλεγμένη τιμήθηλυκό | Femininum, weiblich f τεχνική | Technikτεχν ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υStandardwertαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples