„προελαύνω“: αμετάβατο ρήμα προελαύνω [proeˈlavno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) vorstoßen, einrücken vorstoßen, einrücken προελαύνω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ προελαύνω στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ