„προεκτείνω“: μεταβατικό ρήμα προεκτείνω [proekˈtino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-εξέτεινα; -εξετάθην; -εκτεταμένος>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) erweitern erweitern προεκτείνω αναλύω προεκτείνω αναλύω