προβλέψιμος
[proˈvlepsimos], προβλέψιμη, προβλέψιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- vorhersehbarπροβλέψιμοςπροβλέψιμος
- berechenbarπροβλέψιμος συμπεριφοράπροβλέψιμος συμπεριφορά