πολιτικώς
[politiˈkos]επίρρημα | Adverb advVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- πολιτικώς ενάγουσαθηλυκό | Femininum, weiblich f νομικός όρος | RechtswesenνομNebenklägerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πολιτικώς ενάγωναρσενικό | Maskulinum, männlich mNebenklägerαρσενικό | Maskulinum, männlich m