„πολικότητα“: θηλυκό πολικότητα [poliˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Polarität Polaritätθηλυκό | Femininum, weiblich f πολικότητα πολικότητα