ποινικός
[piniˈkos], ποινική, ποινικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Straf-ποινικός νομικός όρος | Rechtswesenνομποινικός νομικός όρος | Rechtswesenνομ
exemples
- ποινικά υπεύθυνος
- ποινική δικονομίαθηλυκό | Femininum, weiblich fStrafprozessordnungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ποινική δίωξηθηλυκό | Femininum, weiblich fVerfolgung, Strafverfolgungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples