ποικιλία
[pikjiˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Vielfaltθηλυκό | Femininum, weiblich fποικιλίαποικιλία
- Sorteθηλυκό | Femininum, weiblich fποικιλία είδοςποικιλία είδος
- Abartθηλυκό | Femininum, weiblich fποικιλία ζωολογία | Zoologieζωολποικιλία ζωολογία | Zoologieζωολ
- Auswahlθηλυκό | Femininum, weiblich fποικιλία οικονομία | Wirtschaftοικον εκλογήποικιλία οικονομία | Wirtschaftοικον εκλογή
- gemischter Vorspeisentellerαρσενικό | Maskulinum, männlich mποικιλία γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρποικιλία γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ
exemples
- ποικιλία ειδώνArtenreichtumαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ποικιλία καφέKaffeesorteθηλυκό | Femininum, weiblich f