„πνίγω“: μεταβατικό ρήμα πνίγω [ˈpniɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -γηκα; -γμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ersticken, erwürgen, ertränken ersticken πνίγω με μαξιλάρι πνίγω με μαξιλάρι erwürgen πνίγω στραγγαλίζω πνίγω στραγγαλίζω ertränken πνίγω στο νερό πνίγω στο νερό