„πληρωτέος“ πληρωτέος [pliroˈteos], πληρωτέα, πληρωτέοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) fällig, zahlbar fällig, zahlbar πληρωτέος οικονομία | Wirtschaftοικον πληρωτέος οικονομία | Wirtschaftοικον