„πλεονέκτης“: αρσενικό πλεονέκτης [pleoˈnektis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Habgieriger Habgierigerαρσενικό | Maskulinum, männlich m πλεονέκτης πλεονέκτης