πλεονέκτημα
[pleoˈnektima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Vorteilαρσενικό | Maskulinum, männlich mπλεονέκτημαπλεονέκτημα
exemples
- πλεονέκτημα έδρας αθλητισμός | Sportαθλ μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφHeimvorteilαρσενικό | Maskulinum, männlich m