„πλαστογράφηση“: θηλυκό πλαστογράφηση [plastoˈɣrafisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Verfälschung, Fälschung (Urkunden-)Fälschungθηλυκό | Femininum, weiblich f πλαστογράφηση πλαστογραφία πλαστογράφηση πλαστογραφία Verfälschungθηλυκό | Femininum, weiblich f πλαστογράφηση ιστορίας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ πλαστογράφηση ιστορίας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ